- προκαθίζω
- και ιων. τ. προκατίζω Α1. (για πουλιά) πετώ λίγο προς τα εμπρός και έπειτα κάθομαι («κλαγγηδὸν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.)2. κάθομαι ενώπιον τού δήμου και δικάζω («ἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε», Ηρόδ.)3. προΐσταμαι, προεδρεύω4. εγκαθίσταμαι εκ τών προτέρων («ὅτε Κλεομένης εἰς τὸν Ἰσθμὸν προεκάθισε», Πολ.)5. παραμένω κάπου και προστατεύω κάποιον ή κάτι («εἰ μὲν αὐτὸς δύναται προκαθίσας τῆς Ἠπείρου παρασκευάζειν σφίσι τὴν ἀσφάλειαν», Πολ.)6. κάθομαι σε ανώτερη θέση, προτιμώμαι7. στήνω ενέδρα8. τοποθετώ κάποιον μπροστά για προφύλαξη και υπεράσπιση ενός τόπου.
Dictionary of Greek. 2013.